1 απώλεια
απώλεια χρόνου — потеря времени;
απώλεια ανεπανόρθωτη — невозвратимая потеря;
υφίσταμαι απώλειες — понести потери;
§ οίκος απώλείας — публичный дом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > απώλεια